- δίαφρος
- δίαφρος, -ον (Α)ο γεμάτος αφρό, αφρώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίαφρος — διαφρος foamy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφρων — διαφρος foamy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek